σιντοϊστικός

σιντοϊστικός
-ή, -ό, Ν [σιντοϊσμός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιντοϊσμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ναγκόγια — (Nagoya). Πόλη (2.189.700 κάτ. το 2003) της κεντρικής Ιαπωνίας, στο νησί Χονσού, πρωτεύουσα του νομού Αϊτσί. Βρίσκεται στο εσωτερικό του κόλπου Ίσε, στις εκβολές του ποταμού Σονάι και περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από την προσχωσιγενή πεδιάδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”